ενδημικός

ενδημικός
-ή, -ό (Α ἐνδημικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
1. (για φυτά και ζώα) αυτός που έχει γεωγραφική εξάπλωση μόνο σε ορισμένες περιοχές τής γης
2. αυτός που επιχωριάζει, που παραμένει ή διαρκεί επί πολύ ή μόνιμα σε έναν τόπο
3. φρ. «ενδημική νόσος» — νόσος η οποία εμφανίζεται μόνιμα με πολλά περιστατικά σε κάποια γεωγραφική περιοχή
αρχ.
εκείνος που μένει μόνιμα σε κάποιο τόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ενδημικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που συμβαίνει ή αναπτύσσεται σε ορισμένο τόπο μόνο: Ενδημικά φυτά. 2. (ιατρ.), που μόνιμα παρουσιάζεται σ έναν τόπο, που πάντοτε υπάρχει σε μια χώρα και προσβάλλει μέρος του πληθυσμού (για λοιμώδεις αρρώστιες) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρετινισμός — Διαταραχή που χαρακτηρίζεται από σοβαρή διανοητική καθυστέρηση, διαταραγμένη σωματική ανάπτυξη και χαρακτηριστικό προσωπείο. Είναι δευτεροπαθής εκδήλωση υπολειτουργίας του θυρεοειδούς που είναι συγγενής ή αρχίζει νωρίς στη νεογνική ηλικία, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • ένδημος — ἔνδημος, ον (Α) 1. εντόπιος, εγχώριος 2. αυτός που παραμένει στην πατρίδα του και δεν ταξιδεύει 3. εκείνος που βρίσκεται μέσα στο σπίτι του 4. ο εμφύλιος («ἔνδημοι πόλεμοι», «ἔνδημος βοά») 5. αυτός που ανήκει στην πόλη («αἱ ἔνδημοι ἀρχαί») 6.… …   Dictionary of Greek

  • ενδημώ — έω (AM ἐνδημῶ, Α και δωρ. τύπος ἐνδαμῶ) νεοελλ. (για νόσους) είμαι ενδημικός μσν. νεοελλ. φρ. «ἡ ἐνδημοῡσα Σύνοδος» Σύνοδος τών αρχιερέων που παραμένουν στην Κωνσταντινούπολη και τών κοντινών μητροπόλεων, χωρίς αυστηρά καθορισμένο αριθμό και με… …   Dictionary of Greek

  • καύσος — Επώδυνη αίσθηση καψίματος στο στήθος, ακριβώς κάτω από το στέρνο. Συνήθως παρουσιάζεται ύστερα από κατανάλωση υπερβολικής ποσότητας φαγητού, τροφών με καρυκεύματα ή αλκοολούχων ποτών. Οφείλεται στον ερεθισμό του οισοφάγου λόγω αναγωγής του… …   Dictionary of Greek

  • πληθυσμός — Το σύνολο των ανθρώπων που ζουν σ’ έναν ορισμένο χώρο. Κατ΄ επέκταση, ο όρος, κυρίως υπό την επίδραση της αγγλοσαξονικής ορολογίας, πήρε πλατύτερη έννοια, ώστε σήμερα να γίνεται λόγος π.χ. για αγροτικό π., για αστικό π., για π. μαθητών ή ακόμα… …   Dictionary of Greek

  • συνεπιχωριάζω — Α επιχωριάζω επίσης, είμαι επίσης ενδημικός σε έναν τόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπιχωριάζω (< ἐπιχώριος)] …   Dictionary of Greek

  • τύφος — ο / τῡφος, ΝΜΑ, και αττ. τ. τυφός Α νεοελλ. 1. ιατρ. ονομασία διαφόρων λοιμωδών παθήσεων, όπως είναι ο εξανθηματικός τύφος, οι υπόστροφοι πυρετοί ή υπόστροφοι τύφοι, ο κοιλιακός τύφος ή τυφοειδής πυρετός κ.ά. 2. (κτην.) κοινή ονομασία διαφόρων… …   Dictionary of Greek

  • ενδημώ — ενδήμησα, αμτβ. 1. παραμένω σε κάποιον τόπο, μένω στην πατρίδα μου (αντίθ. αποδημώ). 2. (ιατρ.), είμαι ενδημικός (βλ. λ., 2): Η αρρώστια ενδημεί πια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”