ενδημικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που συμβαίνει ή αναπτύσσεται σε ορισμένο τόπο μόνο: Ενδημικά φυτά. 2. (ιατρ.), που μόνιμα παρουσιάζεται σ έναν τόπο, που πάντοτε υπάρχει σε μια χώρα και προσβάλλει μέρος του πληθυσμού (για λοιμώδεις αρρώστιες) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρετινισμός — Διαταραχή που χαρακτηρίζεται από σοβαρή διανοητική καθυστέρηση, διαταραγμένη σωματική ανάπτυξη και χαρακτηριστικό προσωπείο. Είναι δευτεροπαθής εκδήλωση υπολειτουργίας του θυρεοειδούς που είναι συγγενής ή αρχίζει νωρίς στη νεογνική ηλικία, ενώ… … Dictionary of Greek
ένδημος — ἔνδημος, ον (Α) 1. εντόπιος, εγχώριος 2. αυτός που παραμένει στην πατρίδα του και δεν ταξιδεύει 3. εκείνος που βρίσκεται μέσα στο σπίτι του 4. ο εμφύλιος («ἔνδημοι πόλεμοι», «ἔνδημος βοά») 5. αυτός που ανήκει στην πόλη («αἱ ἔνδημοι ἀρχαί») 6.… … Dictionary of Greek
ενδημώ — έω (AM ἐνδημῶ, Α και δωρ. τύπος ἐνδαμῶ) νεοελλ. (για νόσους) είμαι ενδημικός μσν. νεοελλ. φρ. «ἡ ἐνδημοῡσα Σύνοδος» Σύνοδος τών αρχιερέων που παραμένουν στην Κωνσταντινούπολη και τών κοντινών μητροπόλεων, χωρίς αυστηρά καθορισμένο αριθμό και με… … Dictionary of Greek
καύσος — Επώδυνη αίσθηση καψίματος στο στήθος, ακριβώς κάτω από το στέρνο. Συνήθως παρουσιάζεται ύστερα από κατανάλωση υπερβολικής ποσότητας φαγητού, τροφών με καρυκεύματα ή αλκοολούχων ποτών. Οφείλεται στον ερεθισμό του οισοφάγου λόγω αναγωγής του… … Dictionary of Greek
πληθυσμός — Το σύνολο των ανθρώπων που ζουν σ’ έναν ορισμένο χώρο. Κατ΄ επέκταση, ο όρος, κυρίως υπό την επίδραση της αγγλοσαξονικής ορολογίας, πήρε πλατύτερη έννοια, ώστε σήμερα να γίνεται λόγος π.χ. για αγροτικό π., για αστικό π., για π. μαθητών ή ακόμα… … Dictionary of Greek
συνεπιχωριάζω — Α επιχωριάζω επίσης, είμαι επίσης ενδημικός σε έναν τόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπιχωριάζω (< ἐπιχώριος)] … Dictionary of Greek
τύφος — ο / τῡφος, ΝΜΑ, και αττ. τ. τυφός Α νεοελλ. 1. ιατρ. ονομασία διαφόρων λοιμωδών παθήσεων, όπως είναι ο εξανθηματικός τύφος, οι υπόστροφοι πυρετοί ή υπόστροφοι τύφοι, ο κοιλιακός τύφος ή τυφοειδής πυρετός κ.ά. 2. (κτην.) κοινή ονομασία διαφόρων… … Dictionary of Greek
ενδημώ — ενδήμησα, αμτβ. 1. παραμένω σε κάποιον τόπο, μένω στην πατρίδα μου (αντίθ. αποδημώ). 2. (ιατρ.), είμαι ενδημικός (βλ. λ., 2): Η αρρώστια ενδημεί πια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)